ανάλωμα

ανάλωμα
το (Α ἀνάλωμα και ἀνήλωμα)
δαπάνη, έξοδο
αρχ.
1. ζημιά, βλάβη, απώλεια
2. αναθυμίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. Το -η- τής ρηματ. αυξήσεως τού ἀναλίσκω (ἀνήλωσα κ. τ. ό), επεκτάθηκε καταχρηστικά και σε άλλους τύπους, ακόμη και ουσιαστικά, όπως ο παράλληλος τ. ἀνήλωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνάλωμα — expense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυτελές ἀνάλωμα εἶναι τὸν χρόνον. — πολυτελές ἀνάλωμα εἶναι τὸν χρόνον. См. Время деньги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τἀνάλωμα — ἀνάλωμα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωμάτων — ἀνάλωμα expense neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώμασι — ἀνάλωμα expense neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώμασιν — ἀνάλωμα expense neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώματα — ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώματι — ἀνάλωμα expense neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώματος — ἀνάλωμα expense neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναλώμαθ' — ἀναλώματα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl ἀναλώματι , ἀνάλωμα expense neut dat sg ἀναλώματε , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”